- καταπυκνώνω
- (AM καταπυκνῶ, -όω)πυκνώνω, συμπυκνώνωαρχ.1. (με αιτ. ή δοτ.) γεμίζω κάτι τελείως με κάποιο πράγμα2. περιορίζω σε μικρή περιοχή, συμπτύσσω, συμπιέζω3. μουσ. συμπληρώνω τα διαστήματα μουσικής κλίμακας4. παθ. καταπυκνοῡμαι, -όομαια) είμαι εντελώς γεμάτοςβ) γίνομαι συχνόςγ) (για είδη συλλογισμού) συμπυκνούμαι5. φρ. α) (για έδαφος) «ἐλαίαις καταπυκνῶσθαι» — είμαι πυκνά φυτευμένος με ελιέςβ) «καταπεπυκνῶσθαι πλήθει ἀστέρων» — είναι γεμάτο, διάσπαρτο με πλήθος αστέρων, Αριστοτ.γ) «καταπεπύκνωται ή πραγματεία» — έχει γίνει συχνή η χρήση της, Πορφύρ.δ) «εἰ μὴ καταπυκνοῡταί τι» — εάν δεν είναι πάντοτε εύκολο, εφαρμόσιμοε) «καταπεπυκνωμένη ἡδονή» — απόλυτη, τέλεια ηδονή.
Dictionary of Greek. 2013.